τιό τιό

τιό τιό
Α
μίμηση τής φωνής τών πτηνών, τσίου τσίου («βῶλον ἀμφὶ τιττυβίζεθ' ὧδε λεπτὸν ἁδομένᾳ φωνᾷ
τιὸ τιὸ τιό», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (πρβλ. τιττυβίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιό — indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAPUT Coronatum — magnâ semper auctoritate fuit. Ut enim de sacrificantibus et maioribus Magistratibus, hîc nil dicam; illi, qui in contionem olim prodibant dicturi, non nisi coronati conspiciebantur, auctoritatis ergo irrefragabilis. Unde Aristides, ubi Rhodios… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • τηλίκος — η, ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ταλίκος, Α τόσο μεγάλος, τόσο ισχυρός ή τόσο εντυπωσιακός (α. «εἰ δ ὀλίγα κρύπτω τὸν ταλίκον», Ανθ. Παλ. β. «τηλίκον κάλλος», Κίνναμ.) αρχ. τόσο μεγάλος στην ηλικία, τόσο ηλικιωμένος ή τόσο νέος (α. «πατρὸς... τηλίκου ὥσπερ …   Dictionary of Greek

  • τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …   Dictionary of Greek

  • τόφρα — Α επίρρ. 1. χρον. για τόσο χρονικό διάστημα, ώς τότε («ὄφρα ὅ γε ταῡτα ἐπονεῖτο... τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέμις», Ομ. Ιλ.) 2. εν τω μεταξύ, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα («τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη», Ομ. Οδ.) 3. (αναφορ.) όφρα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”